καλλίθυτος

καλλίθυτος
καλλίθυτος, -ον (Α)
αυτός που θυσιάστηκε με καλούς οιωνούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -θυτος (< θύω), πρβλ. κακό-θυτος, πρωτό-θυτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καλλιθύτων — καλλίθυτος offered auspiciously masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιθυτώ — καλλιθυτῶ, έω (Α) [καλλίθυτος] κάνω θυσία παρακαλώντας να γίνει ευπρόσδεκτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”